- προπλαστικοποίηση
- η, Ντεχνολ. κατεργασία σε πρόσθετο τμήμα τών χυτηρίων πλαστικών υλών, κατά την οποία προθερμαίνεται και ρευστοποιείται η πρώτη ύλη, που συνήθως είναι στερεά και σε κατάσταση σκόνης ή μικρών κόκκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.